- ἀνένδοτος
- ἀνένδοτοςunyieldingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανένδοτος — η, ο (Α ἀνένδοτος, ον) [ενδίδω] 1. εκείνος που δεν ενδίδει, ανυποχώρητος, αμετάπειστος 2. εκείνος που γίνεται με επιμονή, συνεχής, αδιάκοπος … Dictionary of Greek
Ανένδοτος (Αγώνας) — Ιστορικοπολιτικός όρος που προήλθε από τον Γεώργιο Παπανδρέου και αναφέρεται στη σφοδρή αντιπολιτευτική τακτική που ακολούθησε το κόμμα του (η Ένωσις Κέντρου), αλλά και η ΕΔΑ, μετά τις αμφιλεγομένου κύρους εκλογές της 29ης Οκτωβρίου 1961, οι… … Dictionary of Greek
ανένδοτος — η, ο αυτός που δεν υποχωρεί, αλύγιστος: Οι ανένδοτες προσπάθειές του τελικά έφεραν καρπούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνενδότως — ἀνένδοτος unyielding adverbial ἀνένδοτος unyielding masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνένδοτον — ἀνένδοτος unyielding masc/fem acc sg ἀνένδοτος unyielding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνενδότοις — ἀνένδοτος unyielding masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνενδότου — ἀνένδοτος unyielding masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνενδότους — ἀνένδοτος unyielding masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνενδότων — ἀνένδοτος unyielding masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνενδότῳ — ἀνένδοτος unyielding masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)